- αστυγειτονικός
- ἀστυγειτονικός, -ή, -όν (Α) [αστυγείτων]ο σχετικός με τους αστυγείτονες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀστυγειτονικοῖς — ἀστυγειτονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)